-
1 περιδρυπτω
-
2 περιδρύπτω
A tear all round, peel the bark off a tree, AP9.706 (Antip.):—[voice] Pass., ἀγκῶνας περιδρύφθη ([dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass.) had the skin all torn from off his arms, Il.23.395, cf. Q.S.4.540 ;π. χεῖρας καὶ πρόσωπα Ph.1.311
;δοράς Id.2.527
; περιδρύπτεσθαι τραύμασιν Ach. Tat.1.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιδρύπτω
-
3 περι-δρύπτω
περι-δρύπτω, rings herum zerkratzen, pass., ἀγκῶνάς τε περιδρύφϑη, Il. 23, 395, sie wurde zerfleischt am Ellenbogen.
-
4 περιδρύπτω
περι-δρύπτω, rings herum zerkratzen; pass., ἀγκῶνάς τε περιδρύφϑη, sie wurde zerfleischt am Ellenbogen
См. также в других словарях:
περιδρύπτω — Α 1. ξεφλουδίζω, αφαιρώ ολόγυρα τον φλοιό 2. καταξεσχίζω γύρω γύρω («ἐκ δίφροιο παρὰ τροχὸν ἐξεκυλίσθη, ἀγκῶνάς τε περιδρύφθη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δρύπτω «ξεσχίζω, ξεφλουδίζω»] … Dictionary of Greek